- ἀποπίπτῃ
- ἀποπί̱πτῃ , ἀποπίπτωfall off frompres subj mp 2nd sgἀποπί̱πτῃ , ἀποπίπτωfall off frompres ind mp 2nd sgἀποπί̱πτῃ , ἀποπίπτωfall off frompres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνορθιάζω — Α σηκώνομαι συγχρόνως όρθιος («ἵν εἴ τις ἀποπίπτῃ μὲν κακῶν, ἐγείρηται δὴ ἀγαθοῑς ἐπερειδόμενος καὶ συνορθιάζῃ», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀρθιάζω «σηκώνω, ορθώνω» (< ὄρθιος)] … Dictionary of Greek